ἔξεδροι

ἔξεδροι
ἔξεδρος
away from home
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • έξεδρος — ἔξεδρος, ον (Α) [έδρα] 1. έξω από τον τόπο διαμονής («ὡς οὐκ ἔξεδρος, ἀλλ ἔντοπος», Σοφ.) 2. ξένος, παράδοξος, αλλόκοτος («καὶ οὕτως ἔξεδρον τὴν τῆς μοχθηρίας υπερβολήν», Αριστοτ.) 3. (με γεν.) ο μακριά από κάτι 4. δυσοίωνος («ἔξεδροι ὄρνιθες»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”